Ο ουσιαστικός δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των συνταγματικών τροποποιήσεων
- Η αναγνώρισή του εξ αφορμής της μεγάλης περιπέτειας μίας βουλευτικής έδρας –
Στις 29 Οκτωβρίου, 2019, βασιζόμενος στα αποτελέσματα της εκλογικής αναμέτρησης που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2016, ο Γενικός Έφορος Εκλογών (ο Έφορος) ανακήρυξε τον επιλαχόντα υποψήφιο του «Κινήματος Αλληλεγγύη» ως βουλευτή της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού για την πενταετή βουλευτική περίοδο 2016 – 2021. Η ανακήρυξη αυτή, που ήταν η τρίτη στην σειρά, έγινε δυνάμει μεταγενέστερης συνταγματικής και νομοθετικής τροποποίησης.
Ακριβώς έναν χρόνο αργότερα, στις 29 Οκτωβρίου, 2020, αποφασίζοντας επί της Εκλογικής Αίτησης αρ.1/2019 Ανδρέας Μιχαηλίδης κ.α. ν Γενικού Εφόρου Εκλογής κ.α. (η απόφαση Ανδρέας Μιχαηλίδης), το Εκλογοδικείο Κύπρου (το Εκλογοδικείο) έκρινε πως η ανακήρυξη αυτή υπήρξε το προϊόν αντισυνταγματικής μεταγενέστερης συνταγματικής και νομοθετικής τροποποίησης και την ακύρωσε.
Η απόφαση Ανδρέας Μιχαηλίδης εκδόθηκε με πλειοψηφία. Την απόφαση της πλειοψηφίας έδωσε ο Πρόεδρος του Εκλογοδικείου κ. Ναθαναήλ και με αυτήν συμφώνησαν άλλοι εννέα Δικαστές. Ο Δικαστής κ. Παρπαρίνος έδωσε διιστάμενη απόφαση.
2. Η μεγάλη περιπέτεια της τελευταίας από τις δώδεκα βουλευτικές έδρες που αναλογούν στην εκλογική περιφέρεια Λεμεσού ξεκίνησε όταν η Προέδρος του «Κινήματος Αλληλεγγύη», η οποία ανακηρύχθηκε ως εκλεγείσα βουλευτής της περιφέρειας αυτής, αποφάσισε να μην αποδεχθεί την έδρα στο Κυπριακό κοινοβούλιο. Ο Έφορος χειρίστηκε το ζήτημα της αποποιηθείσας έδρας εφαρμόζοντας, κατ’ ανολογίαν, όσα ίσχυαν για έδρα που κενώθηκε κατά την διάρκεια βουλευτικής περιόδου: έκρινε πως δεν απαιτείτο επαναληπτική εκλογή και προχώρησε στην ανακήρυξη, ως βουλευτή, του επιλαχόντος, δηλ. του υποψηφίου του «Κινήματος Αλληλεγγύη» ο οποίος, επί τη βάσει του αποτελέσματος της καταμέτρησης των ψήφων, ακολουθούσε σε σειρά την Προέδρο.
Η πρώτη αυτή ανακήρυξη ακυρώθηκε από το Εκλογοδικείο (απόφαση στην Εκλογική Αίτηση αρ.2/2016Ανδρέας Μιχαηλίδης κ.α. ν Γενικού Εφόρου Εκλογής κ.α., ημερ. 31 Μαΐου, 2017). Ακολούθησε δεύτερη ανακήρυξη του ίδιου επιλαχόντος, η οποία, επίσης, ακυρώθηκε (απόφαση στην Εκλογική Αίτηση αρ.1/2017 Ανδρέας Μιχαηλίδης κ.α. ν Γενικού Εφόρου Εκλογής κ.α., ημερ. 30 Απριλίου, 2018). Η Βουλή των Αντιπροσώπων (η Βουλή) επιχείρησε να αντιμετωπίσει το ζήτημα ψηφίζοντας τροποποιητικό εκλογικό νόμο. Επιλαμβανόμενο σχετικής Αναφοράς, το Ανώτατο Δικαστήριο γνωμάτευσε πως ο νόμος αυτός ήταν αντισυνταγματικός (Γνωμάτευση στην Αναφορά αρ. 4/2018 Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν Βουλή των Αντιπροσώπων, ημερ. 19 Μαρτίου, 2019).
3. Οι διατάξεις της συνταγματικής τροποποίησης, οι οποίες κηρύχθηκαν από το Εκλογοδικείο ως αντισυνταγματικές, περιλαμβάνονται στον περί της Δωδέκατης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2019 (Ν.128(I)/2019) (δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 3 Οκτωβρίου, 2019). Με τον νόμο αυτό τροποποιούνται δύο Άρθρα του Συντάγματος: αντικαθίσταται η παρ.2 του Άρθρου 66 με νέα, στην οποία δίδεται αναδρομική ισχύ, και προστίθεται δεύτερη παράγραφος στο Άρθρο 71.
Το προοίμιο του Ν.128(I)/2019 δηλώνει ρητά πως η συγκεκριμένη συνταγματική τροποποίηση σκοπεύει να καλύψει το συνταγματικό κενό το οποίο διαπιστώθηκε κατά την εκδίκαση των ένδικων μέσων που είχαν καταχωριστεί εν σχέσει με την πλήρωση της επίμαχης έδρας.
Παρομοίως, η νέα παρ.2 του Άρθρου 66 του Συντάγματος δηλώνει την επιθυμία της Βουλής όπως η τροποποίηση αυτή αποτελέσει το συνταγματικό υπόβαθρο για την πλήρωση της επίμαχης έδρας και για τερματισμό της μακράς εκκρεμότητας. Η παράγραφος αυτή διαλαμβάνει τα εξής: «2.-(1) Αποποιηθείσα ή μη καταληφθείσα ή κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται καθ’ ον τρόπον νόμος ορίζει. (2) Η υποπαράγραφος (1) εφαρμόζεται αναφορικά με αποποιηθείσα ή μη καταληφθείσα ή κενωθείσα βουλευτική έδρα κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί της Δωδέκατης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 2019.»
Με τον περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικό) Νόμο του 2019 (Ν.131(I)/2019), ο οποίος δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 15 Οκτωβρίου, 2019, τροποποιείται το άρθρο 35 των περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμων 1979 έως (Αρ. 4) του 2017 (Ν.72/1979) έτσι ώστε να ορίζεται ρητώς πως τα όσα εφαρμόζονται για την αναπλήρωση κενωθείσας βουλευτικής έδρας (με την ανακήρυξη του πρώτου επιλαχόντος ή με την διενέργεια αναπληρωματικής εκλογής, αναλόγως), να εφαρμόζονται και στην περίπτωση κατά την οποίαν ο εκλεγείς βουλευτής αποβιώσει ή αποποιηθεί είτε το δικαίωμά του να ανακηρυχθεί βουλευτής είτε το δικαίωμά του να κατέχει βουλευτική έδρα. Και στην περίπτωση του τροποποιητικού νόμου Ν.131(I)/2019, η επιθυμία της Βουλής να δώσει τέλος στην συγκεκριμένη εκκρεμότητα είναι δεδηλωμένη (παρ.4 του νέου άρθρου 35).
4. Η απόφαση Ανδρέας Μιχαηλίδης παρουσιάζει ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον και υπήρξε το έναυσμα για ζωηρή δημόσια συζήτηση. Οι λόγοι είναι προφανείς:
Πρώτον, το ιστορικό που περιβάλλει την απόφαση αποκαλύπτει την αδυναμία, έστω αθέλητη, των αρμόδιων θεσμών να χειριστούν αποτελεσματικά και να επιλύσουν ένα πρόβλημα το οποίο προέκυψε κατά την εφαρμογή του εκλογικού νόμου και το οποίο, παρά την πρωτοτυπία του, δύσκολα μπορεί να αναγνωριστεί σαν ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα συνταγματικής τάξης. Η κοινή γνώμη, και ιδίως οι ψηφοφόροι της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού, μένουν έκπληκτοι και ανησυχούν μπροστά στην παρατεταμένη αδυναμία να κατανεμηθεί η επίμαχη βουλευτική έδρα, τεσσεράμισι χρόνια μετά το τέλος της κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης και μερικούς μήνες πριν από την διεξαγωγή της επομένης. Αυτή η παρατεταμένη εκκρεμότητα καταλήγει, τουλάχιστον, σε περιορισμό του δικαιώματος των ψηφοφόρων της συγκεκριμένης εκλογικής περιφέρειας να επιλέξουν τους αντιπροσώπους τους στο νομοθετικό σώμα και σε περιορισμό του δικαιώματός τους να εφαρμοστεί στην πράξη η επιλογή τους (αντιπροσωπευτική αρχή).
Δεύτερον, εφ’ όσον η απόφαση έχει ως αντικείμενο ένα επιμέρους ζήτημα της περιοδικής ανάδειξης των βουλευτών από τον λαό και ελέγχει την συνταγματικότητα διατάξεων της εκλογικής νομοθεσίας, αυτή αφορά ευθέως στην δημοκρατική αρχή και την, ταυτισμένη με αυτήν, αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ο εκλογικός νόμος και το εκλογικό σύστημα (η μέθοδος μετατροπής της βούλησης του εκλογικού σώματος σε κατανομή εδρών) πρέπει να βρίσκονται σε αρμονία και, κυρίως, να επαληθεύουν τόσον την θεμελιώδη δημοκρατική αρχή (που διέπει το πολίτευμα της χώρας) όσον και τις επιμέρους αρχές που απορρέουν από αυτήν: την αντιπροσωπευτική αρχή, την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας, την αρχή της άμεσης ψηφοφορίας, την αρχή της ισότητας της ψήφου, την αρχή του πολυκομματισμού. Και επειδή οι έννοιες της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας εκτός από νομικές, είναι και έννοιες πολιτικές και συμβολικές, κάθε δικαστική απόφαση που τις πραγματεύεται και τις επικαλείται παρουσιάζει ευρύτερο ενδιαφέρον και προσφέρεται για ευρύτερη συζήτηση.
Τρίτον, η απόφαση απαντά θετικά στο ερώτημα κατά πόσον, επιπλέον των διαδικαστικών, υπάρχουν και ουσιαστικά όρια στην αρμοδιότητα της Βουλής να τροποποιεί συνταγματικές διατάξεις και αναγνωρίζει το αξίωμα των αντισυνταγματικών συνταγματικών τροποποιήσεων (doctrine of unconstitutional constitutionalamendments) και το εφαρμόζει. Όμως, στο ερώτημα κατά πόσον είναι επιτρεπτός ο ουσιαστικός δικαστικός έλεγχος των συνταγματικών τροποποιήσεων και, εάν ναι, ποιες είναι οι μέθοδοι και οι παράμετροι του ελέγχου αυτού, οι απαντήσεις είναι πολλές και δεν συμπίπτουν. Ο προβληματισμός που αναπτύσσεται στο πλαίσιο της παγκόσμιας νομικής επιστήμης και της παγκόσμιας νομολογίας για το συγκεκριμένο ζήτημα είναι μεγάλος.
5. Το αξίωμα του δικαστικού ελέγχου των συνταγματικών τροποποιήσεων από άποψη ουσίας (και όχι μόνον από άποψη τύπου και τήρησης των προβλεπόμενων διαδικασιών), γνωστό και ως το αξίωμα των αντισυνταγματικών συνταγματικών τροποποιήσεων (doctrine of unconstitutional constitutional amendments),εκ πρώτης όψεως παρουσιάζεται ως μία παραδοξότητα. Το αξίωμα διχάζει:
Αυτοί που το υποστηρίζουν το θεωρούν ως τον κύριο και απαραίτητο υπερασπιστή της συνταγματικής τάξης και της δημοκρατίας εφ’ όσον δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο ο εκάστοτε συντακτικός/αναθεωρητικός νομοθέτης (στην περίπτωσή μας η Βουλή) να επιχειρήσει συνταγματικές τροποποιήσεις αντίθετες προς θεμελιώδεις δομές του συντάγματος και/ή αντίθετες προς θεμελιώδεις αρχές στις οποίες αυτό βασίζεται. Σε τέτοια περίπτωση, οι υποστηρικτές του αξιώματος εναποθέτουν στα συνταγματικά δικαστήρια την περιφρούρηση του πολιτεύματος και της δημοκρατικής αρχής και αναγνωρίζουν σε αυτά το κύρος και την αυθεντία για το περιεχόμενο της συνταγματικής και της δημοκρατικής τάξης.
Αυτοί που αμφισβητούν το αξίωμα του δικαστικού ελέγχου των συνταγματικών τροποποιήσεων από άποψη ουσίας το επικρίνουν ως εργαλείο επιβολής της κυριαρχίας των δικαστών. Η αμφισβήτηση βασίζεται, κυρίως, στην υπόθεση του δημοκρατικού ελλείματος των δικαστηρίων. Εν αντιθέσει προς τα μέλη των νομοθετικών (και συντακτικών/αναθεωρητικών) οργάνων, οι δικαστές δεν εκλέγονται από τον λαό. Στο άρθρο του με τίτλο«How a Court Becomes Supreme: Defending the Constitution from Unconstitutional Amendments»(δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα: http:/digitalcommons.law.umaryland.edu/mlr), ο Καθηγητής Richard Albert (Professor of Law at the University of Texas at Austin) αναφέρεται στον (οπωσδήποτε ακραίο) όρο «juristocracy»: «It is true that the power of constitutional review has become a significant source of judicial authority in the United States and indeed around the world, so much so that prominent scholars speak now less of democracy than juristocracy.»
Στα επιμέρους ζητήματα του προβληματισμού περιλαμβάνονται και τα εξής (ενδεικτικά, Richard Albert, Constitutional Amendments: Making, Breaking, and Changing Constitutions (Oxford University Press, 2019) και Yaniv Rosnai (Associate Professor at the Harry Radzyner Law School, Israel), «Towards a Theory of Constitutional Unamendability: On the Nature and Scope of the Constitutional Amendment Powers», άρθρο δημοσιευμένο στηνιστοσελίδα: juspoliticum.com):
- Μπορεί το συνταγματικό δικαστήριο να ελέγχει επί της ουσίας την συνταγματικότητα συνταγματικών τροποποιήσεων εάν το σύνταγμα δεν περιλαμβάνει ρητή διάταξη για την αρμοδιότητα αυτή;
- Δεδομένου ότι το συνταγματικό δικαστήριο δεν εκλέγεται από τον λαό, νομιμοποιείται να ελέγχει την αρμοδιότητα τροποποίησης του συντάγματος όταν αυτή ασκείται από το εκλελεγμένο από τον λαό (και, άρα, κατ’ αρχήν νομιμοποιημένο) συντακτικό/αναθεωρητικό όργανο;
- Μήπως η δημοκρατική αρχή επιβάλλει όπως ο εκ μέρους του συνταγματικού δικαστηρίου έλεγχος των συνταγματικών τροποποιήσεων περιορίζεται στους διαδικαστικούς κανόνες (παραδείγματος χάριν, την τήρηση των προθεσμίων, την τήρηση της διαδικασίας, την εξασφάλιση της απαιτούμενης πλειοψηφίας, την τροποποίηση άρθρων για τα οποία αναγνωρίζεται η δυνατότητα τροποποίησης);
- Ποιο μπορεί να είναι το εύρος και το αντικείμενο της αρμοδιότητας του συνταγματικού δικαστηρίου να ελέγχει επί της ουσίας την συνταγματικότητα συνταγματικών τροποποιήσεων;
- Ποιες είναι οι προσφερόμενες μέθοδοι για τον συνταγματικό έλεγχο των συνταγματικών τροποποιήσεων (μεταξύ άλλων, το αξίωμα περί των άγραφων συνταγματικών αρχών, σύμφωνα με το οποίο μία συνταγματική τροποποίηση είναι αντισυνταγματική εάν είναι αντίθετη με άγραφη συνταγματική επιταγή,το αξίωμα της θεμελιώδους συνταγματικής δομής (basic structure doctrine), σύμφωνα με το οποίο μία συνταγματική τροποποίηση είναι αντισυνταγματική εάν είναι αντίθετη με την θεμελιώδη δομή του συντάγματος και το αξίωμα των υπερ- συνταγματικών αρχών, σύμφωνα με το οποίο μία συνταγματική τροποποίηση είναι αντισυνταγματική εάν είναι αντίθετη με τον χάρτη κανόνων και αρχών που δεσμεύει έναν διεθνή οργανισμό στον οποίον το κράτος ανήκει);
- Οι κατ’ αρχήν δεσμευτικές αποφάσεις του συνταγματικού δικαστηρίου έχουν την δύναμη να ανθίστανται σε αντίθετες συνταγματικές τροποποιήσεις; Με άλλα λόγια, επί συγκεκριμένης διαφοράς, ποιος έχει τον τελικό λόγο, το συνταγματικό δικαστήριο ή ο συντακτικός/αναθεωρητικός νομοθέτης διαμέσου μεταγενέστερης συνταγματικής τροποποίησης;
- Όσον αφορά στις μεταγενέστερες συνταγματικές τροποποιήσεις, οι οποίες ορίζονται να εφαρμοστούν επί υφιστάμενης διαφοράς, ισχύει η κατ’ αρχήν δεσμευτικότητα του δεδικασμένου; Με άλλα λόγια μπορεί μία συνταγματική τροποποίηση να έχει αναδρομική εφαρμογή;
- Αποκλείεται ο κίνδυνος κακής εφαρμογής του αξιώματος του ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου των συνταγματικών τροποποιήσεων (κίνδυνος που αφορά σε κάθε δικαστικό αξίωμα);
6. Όσον αφορά στο απολύτως βασικό ζήτημα της εκ μέρους του Εκλογοδικείου διαπίστωσης της ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας της συνταγματικής τροποποίησης, όπως αυτή επιχειρήθηκε με τον Ν. 128(I)/2019, η απόφαση Ανδρέας Μιχαηλίδης είναι μάλλον σύντομη και μάλλον συγκεφαλαιωτική. Οι αρχές δικαίου και οι νομικές σκέψεις (rationes decidendi) επί των οποίων αυτή βασίζεται είναι οι ακόλουθες (παρατίθενται και τα αντίστοιχα χωρία της απόφασης):
(α) Η Βουλή, ως αντιπρόσωπος του λαού, μπορεί να τροποποιεί (αναθεωρεί) πρόνοιες του Συντάγματος υπό τον όρο ότι τέτοια τροποποίηση δεν επεμβαίνει στις θεμελιώδεις δομές του δημοκρατικού πολιτεύματος ούτε επεμβαίνει στις αρχές επί των οποίων αυτό βασίζεται.
(«Το δικαίωματου συνταγματικού νομοθέτη να τροποποιεί πρόνοια του Συντάγματος ως έκφραση της αντιπροσωπευτικής του λαού ιδιότητας της Βουλής, περιορίζεται από το δεδομένο ότι δεν μπορεί να επεμβαίνει σε θεμελιώδεις δομές του Συντάγματος. … Στην ουσία αυτό σημαίνει ότι παρά το γεγονός ότι ένα Κοινοβούλιο έχει τη δυνατότητα να τροποποιεί ακόμη και συνταγματικές πρόνοιες που επηρεάζουν ουσιώδη δικαιώματα, δεν μπορεί να θεσπίσει τροποποιήσεις που εκθεμελιώνουν την ίδια τη βασική δομή του Συντάγματος ή τις αρχές επί των οποίων στηρίζεται….»)
(β) Το πρόσφατο διεθνές φαινόμενο των συνταγματικών τροποποιήσεων, οι οποίες συνιστούν απειλή για το εκάστοτε δημοκρατικό πολίτευμα, δίδει έρεισμα για την προστατευτική επέμβαση των δικαστηρίων. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα δικαστήρια παρεμβαίνουν για να αποτρέψουν τις «αντισυνταγματικές συνταγματικές τροποποιήσεις» («unconstitutional constitutional amendments»).
(«… λόγω του φαινομένου που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες συνταγματικές τροποποιήσεις να χρησιμοποιούνται με τρόπους που αποτελούν απειλή για τη δημοκρατία υποσκάπτοντας εκ των έσω την ουσία της δημοκρατίας. … τα Δικαστήρια επεμβαίνουν, όπου είναι αναγκαίο, όχι υπό μορφή έκφρασης «κράτους Δικαστών», αλλά ως προσπάθεια ελέγχου τέτοιων φαινομένων, δημιουργώντας τη θεωρία περί «unconstitutional constitutional amendments». Αυτό αναπτύσσεται και εφαρμόζεται στην πράξη ευκολότερα όταν στη χώρα υπάρχει το λεγόμενο «eternity clause», που προστατεύει θεμελιώδεις δομές του δημοκρατικού πολιτεύματος. … Εάν δεν υπάρχουν τέτοια «eternity clauses», τα Δικαστήρια έχουν αναγνωρίσει διάφορες έμμεσες μορφές περιορισμού της δυνατότητας συνταγματικών τροποποιήσεων.»)
(γ) Αυτή η προστατευτική, για το δημοκρατικό πολίτευμα, επέμβαση των δικαστηρίων και η εκ μέρους τους εξέταση της εκάστοτε συνταγματικής τροποποίησης επί της ουσίας, δεν είναι αποδεκτή από όλα τα δικαιικά συστήματα. Αποκλεισμός των δικαστηρίων από την επί της ουσίας εξέταση της εκάστοτε συνταγματική τροποποίηση είναι πειστικός στις περιπτώσεις όπου η τροποποίηση είναι το αποτέλεσμα δημοψήσματος.
(«… άλλες δικαστικές θεωρήσεις επί του θέματος δεν αποδέχονται αυτή τη διείσδυση σε συνταγματικές τροποποιήσεις εν είδει ουσιαστικής αναθεώρησης ή συμβατότητας τους με τη δομή ή την πολιτειακή εφαρμογή των προνοιών του συνταγματικού νομοθέτη. Αυτό ισχύει με ιδιαίτερη πειθώ όταν οι συνταγματικές τροποποιήσεις είναι αποτέλεσμα καθολικής αποδοχής τους από το λαό δυνάμει δημοψηφίσματος … Σε τέτοια περίπτωση η λαϊκή κυριαρχία, απορρέουσα από τον ίδιο το λαό, δίδει εντολή.»)
(δ) Κατ’ αρχήν, το Άρθρο 66 του Συντάγματος μπορεί να τροποποιηθεί εφ’ όσον δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των θεμελιωδών Άρθρων των οποίων (δια του ίδιου του Συντάγματος) απαγορεύεται η τροποποίηση. Όμως, η επίδικη τροποποίηση του Άρθρου 66 παραβιάζει την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και είναι, για τον λόγο αυτό, αντισυνταγματική. Η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου, αναγόμενο στην θεμελιακή δομή του Συντάγματος, το οποίο δεν μπορεί να καταργηθεί με νόμο.
(«ενώ με τη 12η τροποποίηση του Συντάγματος μπορούσε να τροποποιηθεί το Άρθρο 66 αφούδεν περιλαμβάνεται στα θεμελιώδη Άρθρα … εκείνο που δεν μπορούσε να μεταβληθεί ήταν η παραβίαση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας από την άποψη ότι οι εκλογές αποφασίζονται στη βάση εκλογικού αποτελέσματος μέσω της διενέργειας γενικών εκλογών. …με τις τροποποιήσεις αυτές, στην ουσία η εκλογή του Γεώργιου Παπαδόπουλου έγινε στη βάση συγκεκριμένης νομοθεσίας και όχι διά ελεύθερης γενικής ή αναπληρωματικής εκλογής από το λαό που είναι η έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας που εμπίπτει μέσα σε εκείνα τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου και τα οποία δεν θα μπορούσαν, θεωρούμενα ως καλυπτόμενα από τη θεμελιακή δομή του Συντάγματος, να αποστερηθούν με νομοθετικό τρόπο.»)
(ε) Οι δύο αποφάσεις του Εκλογοδικείου με τις οποίες ακυρώθηκαν οι δύο πρώτες ανακηρύξεις του επιλαχόντος υποψήφιου του «Κινήματος Αλληλεγγύη» ως βουλευτή της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού, επέλυσαν, οριστικά και αμετάκλητα την συγκεκριμένη εκλογική διαφορά. Οι δύο αυτές αποφάσεις δημιούργησαν δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο κατά τρόπον ώστε η μεταγενέστερη συνταγματική τροποποίηση να μην έχει ισχύ όσον αφορά στην επίμαχη έδρα. Η επίδικη συνταγματική τροποποίηση μπορεί να ισχύει μόνον για το μέλλον.
(«Δημιουργηθείσας δε της εκλογικής διαφοράς, αυτή επιλύθηκε με τις Εκλογικές Αιτήσεις αρ. 2/2016 και 1/2017, «οριστικώς και αμετακλήτως» κατά τη ρητή και σαφή πρόνοια του Άρθρου 145 του Συντάγματος. Έπεται ότι η νέα ρύθμιση που έγινε με την τροποποίηση του Συντάγματος δεν μπορεί να έχει ισχύ για τα ήδη αποφασισθέντα, διαφορετικά θα υπήρχε σύγκρουση με άλλη σαφή πρόνοια του Συντάγματος, εν προκειμένω, του Άρθρου 145. Δημιουργήθηκε επομένως δεδικασμένο επί του συγκεκριμένου θέματος από την άποψη της εκδηλωθείσας ήδη σαφούς ετυμηγορίας του Ανωτάτου Δικαστικού Σώματος και, ιδιαιτέρως τονίζεται αυτό, μεταξύ των συγκεκριμένων προσώπων, των αιτητών από τη μια και του Γεώργιου Παπαδόπουλου από την άλλη. … Η τροποποίηση του Συντάγματος προσπάθησε να δώσει λύση στο ζήτημα καλύπτοντας τις προηγούμενες αποφάσεις του Εκλογοδικείου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά, τροποποιώντας κατ΄ ανάλογο τρόπο και το άρθρο 35 του Εκλογικού Νόμου. Σε καμία όμως περίπτωση δεν θα μπορούσε να κριθεί ή να λογισθεί ότι οι τροποποιήσεις αυτές μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην παραμένουσα κενή θέση … Οι λέξεις «… κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019» στο εδάφιο (4) του νέου άρθρου 35, δεν μπορούν να συγκρούονται με το Άρθρο 145 του Συντάγματος, ούτε να έχουν αναδρομική ισχύ, έστω και αν στα τροποποιηθέντα Άρθρα 66 και 71 του Συντάγματος, γίνεται πλέον πρόνοια για αποποιηθείσα ή μη καταληφθείσα ή κενωθείσα βουλευτική έδρα που περιλαμβάνει και εκείνη για την οποία ο εκλεγείς υποψήφιος πριν την ανακήρυξη του δεν έχει αποδεχθεί να ασκήσει το δικαίωμα ανακήρυξης ή δεν αποδέχεται να αναλάβει τα καθήκοντα του. Αυτά σαφώς ισχύουν για το μέλλον.»)
(στ) Η εκ μέρους της Βουλής ψήφιση της επίδικης συνταγματικής τροποποίησης και η, δυνάμει αυτής, κατανομή της επίμαχης έδρας συνιστά καταστρατήγηση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Και αυτό γιατί η επίδικη συνταγματική τροποποίηση επέλυσε το ζήτημα κατά τρόπον αντίθετο προς τα διαλαμβανόμενα στις προηγούμενες δεσμευτικές αποφάσεις του Εκλογοδικείου.
(«Είναι φανερό επίσης ότι καταστρατηγείται η διάκριση των εξουσιών διότι για ακόμη μια φορά η Βουλή των Αντιπροσώπων επέλεξε ανεπίτρεπτα να επιλύσει το πρόβλημα με τον τρόπο αυτό παρά τις προς το αντίθετο τελεσίδικες κρίσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Σώματος. Το δεδικασμένο που έχει δημιουργηθεί δεν έχει διαφοροποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο γι΄ αυτό και το Ανώτατο Δικαστήριο στην Αναφορά αρ. 4/2019 έκρινε ότι δεν μπορούσε να αποστεί από τις προηγούμενες αποφάσεις του Εκλογοδικείου, οι οποίες και πρόσφατες ήταν και διότι δεν είχε υποδειχθεί ότι αποφασίστηκαν στη βάση λανθασμένης αρχής δικαίου ή άλλως πως.»)
(ζ) Η εκ μέρους της Βουλής ψήφιση της επίδικης συνταγματικής τροποποίησης και η, δυνάμει αυτής, κατανομή της επίμαχης έδρας, παραβιάζει και το Άρθρο 28 του Συντάγματος περί της αρχής της ισότητας. Και αυτό γιατί, πρώτον, πρόσωπο το οποίο, επίσης, κατήλθε ως υποψήφιος στην συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση, στερείται του δικαιώματος ελεύθερης αναπληρωματικής εκλογής και, δεύτερον, εκλογέας, ο οποίος έλαβε μέρος στην συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση, στερείται του δικαιώματος να συνυπολογισθεί η επιλογή του.
(«Εάν το εδάφιο (4) του άρθρου 35 τύχει εφαρμογής κατά τρόπο που καλύπτει και την παρούσα περίπτωση αυτό σαφώςπαραβιάζει και την αρχή της ισότητας κατά το Άρθρο 28 του Συντάγματος εφόσον διά νομοθεσίας, στοχευμένης μάλιστα, εκλέγεται συγκεκριμένο άτομο ως βουλευτής, αποστερώντας έτσι σε άλλους υποψήφιους, όπως από τον αιτητή 1, το δικαίωμα ελεύθερων αναπληρωματικών εκλογών, και από τον αιτητή 2, το δικαίωμα να συνυπολογιστεί η ψήφος του κατά τον τρόπο που αυτός επέλεξε να ψηφίσει.»)
(η) Η επίδικη συνταγματική τροποποίηση δεν προσέφερε συνταγματική και νόμιμη λύση στην εκκρεμότητα της κατανομής της επίμαχης έδρας εφ’ όσον αυτή αφ’ ενός έχει ανεπίτρεπτη αναδρομική ισχύ και αφ’ ετέρου είναι αντίθετη με το δεδικασμένο των προηγούμενων αποφάσεων του Εκλογοδικείου. Η εκ μέρους της Βουλής ψήφιση της επίδικης συνταγματικής τροποποίησης, δυνάμει της οποίας κατενεμήθηκε η επίμαχη έδρα, συνιστά παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και των αρχών της χρηστότητας.
(«Ως προς την ουσία, ένα από τα πρωταρχικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν είναι κατά πόσο με την τροποποίηση του Συντάγματος έχει δοθεί τέλος στη διαφορά που έχει προκύψει εάν ήθελε θεωρηθεί ότι το Σύνταγμα, ως υπέρτατος ημεδαπός νόμος, δεν θα μπορούσε να κριθεί ότι έχει δημιουργήσει είτε αναδρομικότητα, είτε ότι έχει καταστρατηγήσει το δεδικασμένο των προηγούμενων αποφάσεων του Εκλογοδικείου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά αρ. 4/2018. Η απλή απάντηση σ΄ αυτό είναι ότι για να μην δημιουργηθεί είτε αναδρομικότητα, είτε παραβίαση του δεδικασμένου, το πεδίο εφαρμογής της γενόμενης τροποποίησης πρέπεινα είναι συμβατό με το ratio decidendi των προηγούμενων αποφάσεων. Αυτό, διότι ουδείς των διαδίκων αμφισβητεί το τι λέχθηκε, με πολύ σαφή μάλιστα τρόπο, στις προηγηθείσες Εκλογικές Αιτήσεις ή στη Γνωμάτευση. Η θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι η συνταγματική τροποποίηση και η θέσπιση του τροποποιητικού Νόμου έγιναν ακριβώς για να υπάρξει συμμόρφωση με τις αποφάσεις, μπορεί να γίνει δεκτή μόνο εάν και οι δύο τροποποιήσεις (συνταγματική και κανονική), εφαρμόζονται για το μέλλον. Αυτή θα ήταν και η ορθή αντιμετώπιση του θέματος θεωρώντας ότι η Βουλή, νομοθετώντας με καλή πίστη και στη βάση των αρχών της χρηστότητας, επέλυσε το διαπιστωθέν πρόβλημα ώστε μελλοντικά να μην παρουσιαστεί παρόμοια δυσλειτουργία. …»)
7. Η απόφαση Ανδρέα Μιχαηλίδης αποτελεί σταθμό εφ’ όσον, διαμέσου αυτής, το ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο της χώρας, ασκώντας τη αρμοδιότητά του ως Εκλογοδικείο, κυρίως,
- απαντά θετικά στο ερώτημα κατά πόσον, επιπλέον των διαδικαστικών, υπάρχουν και ουσιαστικά όρια στην αρμοδιότητα της Βουλής να τροποποιεί συνταγματικές διατάξεις,
- αναγνωρίζει πως αρμόδιο για την διαπίστωση και τον καθορισμό των ορίων αυτών είναι το ίδιο,
- αναγνωρίζει το αξίωμα των αντισυνταγματικών συνταγματικών τροποποιήσεων (doctrine ofunconstitutional constitutional amendments) και το εφαρμόζει,
- καθορίζει την πρόνοια περί αναδρομικής εφαρμογής μίας συνταγματικής τροποποίησης ως περίπτωση αντισυνταγματικότητάς της,
- διακηρύττει την δεσμευτικότητα των αποφάσεών του επί ορισμένης διαφοράς (με την μορφή του δεδικασμένου) έναντι και των μεταγενεστέρων συνταγματικών τροποποιήσεων,
- αναγνωρίζει πως αρμόδιο για την περιφρούρηση της συνταγματικής και δημοκρατικής τάξης από απειλές που προέρχονται από αντισυνταγματικές συνταγματικές τροποποιήσεις είναι το ίδιο και
- δεν αποκλείει να εμφανίζεται και στην Δημοκρατία «…το() φαινόμενο() που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες συνταγματικές τροποποιήσεις να χρησιμοποιούνται με τρόπους που αποτελούν απειλή για τη δημοκρατία υποσκάπτοντας εκ των έσω την ουσία της δημοκρατίας…».
Είναι γεγονός πως το αντικείμενο της απόφασης Ανδρέας Μιχαηλίδης, το οποίο αφορά στον εκλογικό νόμο, το εκλογικό σύστημα και τον κίνδυνο νόθευσης του εκλογικού αποτελέσματος, κατέστησε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας (την δημοκρατική αρχή) πρωταγωνιστή και βάση για την συγκεκριμένη δικαστική κρίση. Δεν θα έχουν όλοι οι μελλοντικοί, παρόμοιοι δικαστικοί αγώνες (εάν θα υπάρξουν τέτοιοι) το ίδιο αντικείμενο και δεν θα τίθεται σε όλους η ίδια διακύβευση.